Άγιος
KΆΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΈΧΕΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΕΊ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΌ ΒΑΘΜΌ ΑΓΙΌΤΗΤΑΣ, ΙΕΡΌΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΡΕΤΉΣ.
Αϊ; Αγία; Οσία
Η λέξη Άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω,τιμώ) είναι επίθετο που περικλείει την έννοια της απόλυτης ιερότητας και αγνότητας από λατρευτική και ηθική άποψη. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τη φύση και την υπόσταση του Θεού (π.χ. Άγιο Πνεύμα, Αγία Τριάδα) και σε πολλές περιπτώσεις η λέξη Άγιος (ή Όσιος) χρησιμοποιείται για κάποιον άνθρωπο ο οποίος έχει ανακηρυχθεί από την Εκκλησία ότι είναι καθαγιασμένος από το Θεό. Άγιους συναντάμε σε αρκετές θρησκείες ή δόγματα θρησκειών.