Άγιος - definição. O que é Άγιος. Significado, conceito
Diclib.com
Dicionário ChatGPT
Digite uma palavra ou frase em qualquer idioma 👆
Idioma:

Tradução e análise de palavras por inteligência artificial ChatGPT

Nesta página você pode obter uma análise detalhada de uma palavra ou frase, produzida usando a melhor tecnologia de inteligência artificial até o momento:

  • como a palavra é usada
  • frequência de uso
  • é usado com mais frequência na fala oral ou escrita
  • opções de tradução de palavras
  • exemplos de uso (várias frases com tradução)
  • etimologia

O que (quem) é Άγιος - definição


Άγιος         
KΆΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΈΧΕΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΕΊ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΌ ΒΑΘΜΌ ΑΓΙΌΤΗΤΑΣ, ΙΕΡΌΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΡΕΤΉΣ.
Αϊ; Αγία; Οσία
Η λέξη Άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω,τιμώ) είναι επίθετο που περικλείει την έννοια της απόλυτης ιερότητας και αγνότητας από λατρευτική και ηθική άποψη. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τη φύση και την υπόσταση του Θεού (π.χ. Άγιο Πνεύμα, Αγία Τριάδα) και σε πολλές περιπτώσεις η λέξη Άγιος (ή Όσιος) χρησιμοποιείται για κάποιον άνθρωπο ο οποίος έχει ανακηρυχθεί από την Εκκλησία ότι είναι καθαγιασμένος από το Θεό. Άγιους συναντάμε σε αρκετές θρησκείες ή δόγματα θρησκειών.
Άγιος         
KΆΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΈΧΕΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΕΊ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΌ ΒΑΘΜΌ ΑΓΙΌΤΗΤΑΣ, ΙΕΡΌΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΡΕΤΉΣ.
Αϊ; Αγία; Οσία
Η λέξη Άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω,τιμώ) είναι επίθετο που περικλείει την έννοια της απόλυτης ιερότητας και αγνότητας από λατρευτική και ηθική άποψη. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τη φύση και την υπόσταση του Θεού (π.χ. Άγιο Πνεύμα, Αγία Τριάδα) και σε πολλές περιπτώσεις η λέξη Άγιος (ή Όσιος) χρησιμοποιείται για κάποιον άνθρωπο ο οποίος έχει ανακηρυχθεί από την Εκκλησία ότι είναι καθαγιασμένος από το Θεό. Άγιους συναντάμε σε αρκετές θρησκείες ή δόγματα θρησκειών.
Άγιος (αποσαφήνιση)         
ΣΕΛΊΔΑ ΑΠΟΣΑΦΉΝΙΣΗΣ ΕΓΧΕΙΡΗΜΆΤΩΝ WIKIMEDIA
Άγιος ονομάζεται κάποιος άνθρωπος, ο οποίος έχει ανακηρυχθεί από την Εκκλησία ότι είναι καθαγιασμένος.